- μεταρσιωμένος
- exalted
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
μεγαλοψυχώ — μεγαλοψυχῶ, έω (ΑM) [μεγαλόψυχος] μσν. είμαι εκστατικός, μεταρσιωμένος, βρίσκομαι σε έξαρση («πάντες μεγαλοψυχοῡμεν, σοῡ ἡδρασμένου», Θεόδ. Στουδ.) αρχ. (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. δαψιλέστατος) είμαι γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος … Dictionary of Greek
οιστρήλατος — η, ο (Α οἰστρήλατος, ον) (για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας νεοελλ. μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος. Το η τού τ.… … Dictionary of Greek
μεταρσιώνω — μεταρσίωσα, μεταρσιώθηκα, μεταρσιωμένος 1. υψώνω κάτι στον αέρα. 2. μτφ., εξυψώνω πνευματικά: Μεταρσίωσε τις ψυχές των πιστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)